- λογοκόπημα
- το1. το να λέει κάποιος πολλά, κομπαστικά και ανούσια λόγια2. ανούσιος ή κομπαστικός λόγος, μεγαλοστομία, καυχησιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκοπῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογοκοπία — η λογοκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek